φρενιτιώ

φρενιτιώ
(α) αμετ.
1) быть вне себя, неистовствовать; 2) приходить в неистовый восторг, ликовать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φρενιτιώ" в других словарях:

  • φρενιτιώ — φρενιτιῶ, άω, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. φρενητιῶ Α πάσχω από φρενίτιδα μσν. (γενικά) μαίνομαι, φρενιάζω νεοελλ. μτφ. κατέχομαι από ενθουσιασμό, παραληρώ από ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρενῖτις + κατάλ. ιῶ / ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. άρρωστ …   Dictionary of Greek

  • φρενιτίασις — άσεως, ἡ, ΜΑ [φρενιτιῶ] παραφροσύνη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»